- ηνίκα
- ἡνίκα (AM, Α δωρ. τ. ἁνίκα, αιολ. τ. ἄνικα)(χρον. σύνδ.) ενώ, όταν («ἡνίκ' ἐν κακῷ χειμῶνος εἴχετ'» Σοφ.)αρχ.1. κάθε φορά, οποτεδήποτε, οσάκις2. φρ. «ἡνίκ' ἄν» — όταν3. οπωσδήποτε, εν πάση περιπτώσει («ἡνίκα χρὴ φλεβοτομεῑν», Ορειβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < η-νί-κα. Το η- τής λ. εικάζεται ότι ανάγεται σε *yā, ενώ το μόρφημα -νι-, με το ι μακρό, απαντά στο ο-νί (αρκαδ. τ. τού όδε) και η κατάληξη -κα στο αυτί-κα, στο ό-κα (δωρ. τ. τού ότε) και αλλού].
Dictionary of Greek. 2013.